- μαντευτικός
- -ή, -ό (Α μαντευτικός, -ή, -όν) [μαντεύω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτικός — ή, ό ο σχετικός με τη μαντεία, ο προφητικός: Μας εντυπωσίασαν οι μαντευτικές του ικανότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντευτικά — μαντευτικός of neut nom/voc/acc pl μαντευτικά̱ , μαντευτικός of fem nom/voc/acc dual μαντευτικά̱ , μαντευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτικόν — μαντευτικός of masc acc sg μαντευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτικοί — μαντευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτικήν — μαντευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληδονιστικός — κληδονιστικός, ή, όν (AM) [κληδονίζω] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παρατήρηση οιωνών, που γίνεται με την παρατήρηση οιωνών, μαντευτικός … Dictionary of Greek
μαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μαντεία, ο μαντευτικός, ο προφητικός: Είχε μαντικές δυνάμεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντευτικάς — μαντευτικά̱ς , μαντευτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)